- κακομηχανία
- κᾰκομηχᾰν-ία, ἡ,A practising of base arts, mischief, Luc.Phal.1.12, Adam.1.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κακομηχανία — κακομηχανίᾱ , κακομηχανία practising of base arts fem nom/voc/acc dual κακομηχανίᾱ , κακομηχανία practising of base arts fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακομηχανία — κακομηχανία, ἡ (AM) [κακομηχανώ] το να μηχανεύεται κάποιος κακές τέχνες, το να επινοεί συμφορές, δολιότητα, πανουργία («τὴν κακομηχανίαν τοῡ ἀνδρὸς καὶ τὴν ἐπίνοιαν ἐμίσησα», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek
κακομηχανίᾳ — κακομηχανίαι , κακομηχανία practising of base arts fem nom/voc pl κακομηχανίᾱͅ , κακομηχανία practising of base arts fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακομηχανίας — κακομηχανίᾱς , κακομηχανία practising of base arts fem acc pl κακομηχανίᾱς , κακομηχανία practising of base arts fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακομηχανίαι — κακομηχανία practising of base arts fem nom/voc pl κακομηχανίᾱͅ , κακομηχανία practising of base arts fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακομηχανίαν — κακομηχανίᾱν , κακομηχανία practising of base arts fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακομηχανίαις — κακομηχανία practising of base arts fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)